προφητικός

προφητικός
προφητικός , -ή, -ό
1) пророческий;
2) προφητικά αναγνώσματα τα пророческие чтения, паремии – чтения из Ветхого Завета, произносимые в Православной Церкви на вечернем богослужении (главным образом накануне праздников), по содержанию своему имеющие отношение к смыслу праздника. Они содержат в себе или пророчества о празднуемом событии, или объяснение смысла праздника, или похвалу празднуемому святому

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "προφητικός" в других словарях:

  • προφητικός — oracular masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικός — ή, ό / προφητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προφήτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προφητεία ή στον προφήτη (α. «προφητικὸς λόγος», ΚΔ β. «ῥήσεις προφητικὰς ἤ λόγους ἀποστολικούς», Ειρην. γ. «προφητικὸς ἀνήρ», Φίλ.) νεοελλ. μσν. φρ. «προφητικά… …   Dictionary of Greek

  • προφητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον προφήτη ή που αποτελεί προφητεία: Προφητικός λόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προφητικά — προφητικός oracular neut nom/voc/acc pl προφητικά̱ , προφητικός oracular fem nom/voc/acc dual προφητικά̱ , προφητικός oracular fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικώτερον — προφητικός oracular adverbial comp προφητικός oracular masc acc comp sg προφητικός oracular neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικωτάτων — προφητικός oracular fem gen superl pl προφητικός oracular masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικωτέρων — προφητικός oracular fem gen comp pl προφητικός oracular masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικῶν — προφητικός oracular fem gen pl προφητικός oracular masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικόν — προφητικός oracular masc acc sg προφητικός oracular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικώτατα — προφητικός oracular adverbial superl προφητικός oracular neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικαῖς — προφητικός oracular fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»